- λαμπροείμων
- λαμπροείμων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)βλ. λαμπρείμων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμπροείμων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek
λαμπρείμων — και λαμπροείμων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά λαμπρά, δηλ. λευκά, ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κροκο είμων, μελανο είμων] … Dictionary of Greek
λαμπροειμονία — λαμπροειμονία, ἡ (Μ) [λαμπροείμων] η λαμπροφορία … Dictionary of Greek